- φιλοποτία
- φῐλο-ποτία, ἡ,A = φιλοποσία, Phryn. PSp.35 B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλοποτία — φιλοποτίᾱ , φιλοποτία fem nom/voc/acc dual φιλοποτίᾱ , φιλοποτία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοποτία — ἡ, Α βλ. φιλοποσία … Dictionary of Greek
φιλοποτίαν — φιλοποτίᾱν , φιλοποτία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοποσία — η, ΝΜΑ, και φιλοποτία Α [φιλοπότης] η αγάπη για το ποτό και, ιδίως, για το κρασί … Dictionary of Greek